- στείβουσι
- στείβωtreadpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)στείβωtreadpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στείβουσ' — στείβουσα , στείβω tread pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) στείβουσι , στείβω tread pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) στείβουσι , στείβω tread pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) στείβουσαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στείβω — ΝΜΑ και στύβω και στίβω Ν (γενικά) πιέζω κάτι νεοελλ. 1. συμπιέζω κάτι, συνθλίβω κάτι για να βγει το υγρό που περιέχει («στείβω τα πορτοκάλια») 2. (αμτβ.) (για πηγή ή ποταμό) στερεύω, ξηραίνομαι 3.φρ. α) «στείβω το μυαλό μου» μτφ. κουράζω τη… … Dictionary of Greek